- πραυμητις
- πραΰμητιςπρᾱΰ-μητις-ιος adj. добросердечный, ласковый, кроткий Pind.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πραΰμητις — ήτιος, ὁ, ἡ, Α 1. πράος, ήσυχος 2. (ως προσωνυμία τής Ειλειθυίας) αυτή η οποία σκέφτεται με πραότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πραΰς, αθέματη μορφή τού επιθ. πρᾶος + μῆτις «σοφία, φρόνηση» (πρβλ. αισχρό μητις)] … Dictionary of Greek
πραύμητιν — πρᾱΰμητιν , πραύμητις of gentle counsel masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)